- αμετάπειστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε μεταπείστηκε ή δε μεταπείθεται, ανένδοτος: Του τα είπα όλα αυτά, αλλά μένει αμετάπειστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμετάπειστος — not to be moved by persuasion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάπειστος — η, ο (Α ἀμετάπειστος, ον) [μεταπείθω] 1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος 2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
ἀμεταπείστως — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion adverbial ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπειστον — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem acc sg ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπείστου — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπείστῳ — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπειστοι — ἀμετάπειστος not to be moved by persuasion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος … Dictionary of Greek
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek